κορδαίνω

κορδαίνω
κορδαίνω (Μ) [κόρδα]
τεντώνω χορδή τόξου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόρδα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 94 μ., 258 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στην πεδιάδα, 33 χλμ. ΒΑ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλάνων. * * * η (Μ κόρδα) 1. η χορδή μουσικού οργάνου, τόξου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”